- σεπτεμβριανός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Σεπτέμβριο2. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τον μήνα Σεπτέμβριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σεπτέμβριος + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Οκτωβρ-ιανός). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ελ. Ραφαήλ].
Dictionary of Greek. 2013.